χειροπεδώ

χειροπεδώ
-ησα, δένω κάποιον με χειροπέδες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χειροπεδώ — έω, Ν [χειροπέδη] δένω τα χέρια κάποιου με χειροπέδες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”